αλιρρόθιος

αλιρρόθιος
Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Ευρύτης. Τον σκότωσε o Άρης όταν τον συνέλαβε να βιάζει την παρθένα Αλκίππη, κόρη του θεού από την Άγραυλο, κοντά στην πηγή του ναού του Ασκληπιού. Κάτω από την Ακρόπολη ο Άρης δικάστηκε από τους 12 μεγάλους θεούς, ύστερα από καταγγελία του Ποσειδώνα, αλλά αθωώθηκε. Άλλη εκδοχή του μύθου αναφέρει ότι o A., αγανακτισμένος για την ήττα του πατέρα του από την Αθηνά, χτύπησε μανιασμένα με το τσεκούρι του το ιερό της δέντρο, ενώ οι Ευμολπίδες της Ελευσίνας, θεράποντες του Ποσειδώνα, κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον των Αθηναίων. Ο πόλεμος αυτός έληξε ύστερα από επέμβαση των άλλων θεών που κατάφεραν να συμφιλιώσουν τα αντιμαχόμενα ιερατεία των δύο θεών και μάλιστα στην Ερεχθηίδα φυλή τα δύο εχθρικά ιερατεία συνενώθηκαν. Από τους ερμηνευτές των μύθων πιστεύεται ότι Α. είναι η προσωποποίηση του ορμητικού φαληρικού κύματος που σε περίπτωση τρικυμίας έφτανε έως την πηγή του Ασκληπιού (Αλκίππη). Οι πόλεμοι των δύο θεών είναι οι πόλεμοι των διαφόρων συγγενικών φυλών.
* * *
ἁλιρρόθιος, -ία, -ιον (Α)
ο ἁλίρροθος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι-* (< ἅλς) + ῥόθιος «ορμητικός, θορυβώδης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἁλιρρόθιος — sea beaten masc nom sg ἁλιρρόθιος sea beaten masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλιρρόθιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιρρόθιον — ἁλιρρόθιος sea beaten masc acc sg ἁλιρρόθιος sea beaten neut nom/voc/acc sg ἁλιρρόθιος sea beaten masc/fem acc sg ἁλιρρόθιος sea beaten neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιρροθίοιο — ἁλιρρόθιος sea beaten masc/neut gen sg (epic) ἁλιρρόθιος sea beaten masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιρροθίου — ἁλιρρόθιος sea beaten masc/neut gen sg ἁλιρρόθιος sea beaten masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιρροθίῳ — ἁλιρρόθιος sea beaten masc/neut dat sg ἁλιρρόθιος sea beaten masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιρρόθιοι — ἁλιρρόθιος sea beaten masc nom/voc pl ἁλιρρόθιος sea beaten masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλιρροθίοιο — Ἁλιρρόθιος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλιρροθίου — Ἁλιρρόθιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλιρροθίῳ — Ἁλιρρόθιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”